μογῶ

μογῶ
μογέω
toil
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
μογέω
toil
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μόγω — μόγος toil masc nom/voc/acc dual μόγος toil masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόγῳ — μόγος toil masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόγος — μόγος, ὁ (Α) 1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ , ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.) 2. ταλαιπωρία, στενοχώρια («μόγος ἔχει» Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος.… …   Dictionary of Greek

  • συμμογώ — έω, Α (ποιητ. τ.) κοπιάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μογῶ «μοχθώ, κοπιάζω» (< μόγος «κόπος, μόχθος»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”